ἁγητήρ

ἁγητήρ
ᾱγητήρ
1 leader, lord ἁγητὴρ ἀνήρ (sc. Ἱέρων.) P. 1.69

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁγητήρ — ἁ̱γητήρ , ἡγητήρ a guide masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”